Dictionary of Greek. 2013.
ἐφιππίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνή — ἰπνή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐφιππίς Σικελοί» … Dictionary of Greek